- χυλώ
- -όω, ΜΑβλ. χυλώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χυλῶ — χῡλῶ , χυλός juice masc gen sg (doric aeolic) χυλόω convert into juice pres subj act 1st sg χυλόω convert into juice pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυλῷ — χῡλῷ , χυλός juice masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυλώνω — χυλῶ, όω, ΝΜΑ [χυλός] μετατρέπω σε χυλό, πολτοποιώ νεοελλ. (αμτβ.) μετατρέπομαι σε χυλό, πολτοποιούμαι («τα φασόλια χυλώσανε») μσν. 1. αφαιρώ τον χυμό από καρπό ή φυτό («μῆλα χυλώσαντες», Γεωπ.) 2. ραντίζω, διαβρέχω με χυλό … Dictionary of Greek
επίβαπτος — ἐπίβαπτος, ον (Α) [επιβάπτω] βουτηγμένος σε κάτι («ἐπίβαπτον χυλῷ μελιτηρῷ») … Dictionary of Greek
μελιτηρός — μελιτηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή προσιδιάζει στο μέλι («μελιτηρὸν ἄγγος», Αριστοφ.) 2. αυτός που είναι όμοιος με το μέλι («κατὰ δὲ τὴν ἐαρινὴν ὥραν ἐπιβάπτον χυλῷ μελιτηρῷ καὶ κατὰ τὴν ἁφὴν καὶ κατὰ τὴν γεῡσιν», Θεόφρ.) 3. το… … Dictionary of Greek
προχυλώ — όω, Α μεταβάλλω προηγουμένως σε χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χυλῶ «μεταβάλλω σε χυλό»] … Dictionary of Greek
χυλωτός — ή, ό, Ν [χυλῶ] χυλώδης … Dictionary of Greek
χύλωμα — το, Ν [χυλῶ / ώνω] μετατροπή σε χυλό, πολτοποίηση … Dictionary of Greek
χύλωση — η / χύλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χυλῶ / ώνω] 1. η χυλοποίηση τών τροφών κατά την πέψη 2. πύκνωση ενός χυμού με βρασμό … Dictionary of Greek